- ψυχοτρόφος
- -ον, ΜΑαυτός που τρέφει την ψυχή, που συντηρεί την ζωή («τροφὴ ψυχοτρόφος», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βρεφο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοτρόφος — sustaining life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφον — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem acc sg ψυχοτρόφος sustaining life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφε — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφοι — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφους — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχοτροφία — ἡ, Μ [ψυχοτρόφος] η θρέψη τών ψυχών ή τών πνευμάτων … Dictionary of Greek
ψυχοτροφώ — έω, Α [ψυχοτρόφος] (συν. το παθ.) ψυχοτροφοῡμαι, έομαι διατηρούμαι στη ζωή … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek